- μεθορκώ
- μεθορκῶ, -όω (Α)1. δεσμεύω ή υποχρεώνω κάποιον με νέο όρκο2. ορκίζομαι μαζί με άλλον, βεβαιώνω αυτά που λέει κάποιος με όρκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + ὅρκος μέσω ενός αμάρτυρου *μέθορκος, κατά το σχήμα ἐπίορκος- ἐπιορκῶ].
Dictionary of Greek. 2013.